Του Περικλη Νεαρχου Πρέσβυς ε.τ.
Η μεταφορά του Κυπριακού σε Πενταμερές πλαίσιο είναι ολέθριο λάθος
Ο μοιραίος Πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης, για να δικαιολογήσει την απαράδεκτη στροφή του, μετά το δείπνο της 1ης Δεκεμβρίου με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί, προβάλλει μετ’ επιτάσεως το επιχείρημα ότι, για πρώτη φορά, ύστερα από 43 χρόνια, υποχρεώθηκε η Τουρκία να συζητήσει, απευθείας με την Ελληνική πλευρά, τα θέματα των εγγυήσεων και της ασφάλειας στη Διάσκεψη της Γενεύης.
Προτάθηκε όμως άλλη φορά Πενταμερής Διάσκεψη στην Τουρκία και δεν τη δέχθηκε; Ποτέ η Ελληνική πλευρά δεν πρότεινε Πενταμερή, αντιθέτως, την απέρριπτε σταθερά για πολύ συγκεκριμένους λόγους.
Πρώτον, γιατί η Πενταμερής αφήνει στην άκρη την Κυπριακή Δημοκρατία και αναφέρεται σε Ελληνοκυπριακή και Τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Δεύτερον, γιατί καθιστά ένα διεθνές θέμα, όπως είναι το Κυπριακό, θέμα μόνο των εγγυητριών δυνάμεων, αναγνωρίζοντας εκ νέου σ’ αυτές έναν τέτοιο ρόλο και ιδιότητα, ως η Τουρκία να μην είναι σήμερα κατέχουσα δύναμη στην Κύπρο, κατά ωμή παραβίαση της Συνθήκης Εγγυήσεως. Ακόμη και αν δεχθεί κανείς τον Τουρκικό ισχυρισμό ότι η Τουρκία είχε δικαίωμα στρατιωτικής επεμβάσεως, με βάση την παραπάνω Συνθήκη, θα έπρεπε η επέμβασή της να είχε ως αποκλειστικό σκοπό την αποκατάσταση του προηγουμένου status quo και όχι την κατάληψη της βόρειας Κύπρου και την ανακήρυξη ψευδοκράτους.
Η προσχώρηση επομένως της Ελληνικής πλευράς στην Τουρκική θέση και ο ισχυρισμός, εκ των υστέρων, ότι η αλλαγή αυτή έχει δήθεν πλεονεκτήματα δείχνει σε ποια τραγική κατάσταση έχει οδηγηθεί το Κυπριακό από μια ανερμάτιστη πολιτική συνεχών υποχωρήσεων, υπό την πίεση του ξένου και ειδικότερα του Αμερικανικού παράγοντα, και μάλιστα της απερχόμενης ομάδας Νούλαντ. Ο Κύπριος Πρόεδρος προσπάθησε στην αρχή να δώσει μια άλλη εικόνα για τη Διάσκεψη. Ισχυρίσθηκε ότι δεν θα ήταν Πενταμερής αλλά Πολυμερής και Διεθνής, ερμηνεύοντας καταχρηστικά την παρουσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και των Ηνωμένων Εθνών. Η Ευρωπαϊκή όμως Ένωση συμμετέχει μόνο ως παρατηρητής και τα Ηνωμένα Έθνη υπό την ιδιότητα της προσφοράς καλών υπηρεσιών, σύμφωνα με τη σχετική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Ποιος θα ασκήσει επομένως πίεση στην Τουρκική πλευρά, που παραμένει πλήρως αδιάλλακτη στις γνωστές θέσεις της; Η Κυπριακή Δημοκρατία, που δεν παρίσταται επισήμως και δέχθηκε να αυτοϋποβιβασθεί σ’ αυτήν σε κοινότητα; Η Ελλάδα, την οποία η Τουρκία θέλει, με αφορμή το Κυπριακό, να σύρει σε διάλογο πάνω σε όλες τις γνωστές διεκδικήσεις της; Η Μ. Βρετανία, που συμπλέει με τον Τουρκικό παράγοντα από την αρχή του Κυπριακού, κατά τη δεκαετία του ’50, και ταυτίζεται πλήρως με το σενάριο «λύσεως» που προωθεί ο Αμερικανικός παράγων;
Η θέση, που υποστήριζε σταθερά μέχρι τώρα η Ελληνική πλευρά, Λευκωσία και Αθήνα, ήταν ότι η Διάσκεψη θα έπρεπε να είναι διεθνής και να συμμετάσχουν σ’ αυτήν, εκτός των τριών εγγυητριών δυνάμεων, η Ευρωπαϊκή Ένωση ως πλήρες μέρος και τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΗΠΑ, Ρωσία, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Κίνα). Η Κύπρος θα συμμετείχε επίσης σ’ αυτήν ως πλήρες μέλος, με τη διεθνώς αναγνωρισμένη κρατική της υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Τουρκική πλευρά, βεβαίως, την απορρίπτει. Γνωρίζει ότι σε μια πραγματικά Διεθνή Διάσκεψη, με μια τέτοια σύνθεση, δεν θα μπορούσε να προβάλλει αλαζονικά τις θέσεις της για αιώνια στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο και για δικές της εγγυήσεις για μια χώρα που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Το γεγονός όμως ότι δεν τη θέλει η Τουρκία είναι επαρκής λόγος για την Ελληνική πλευρά να την εγκαταλείψει και να προσχωρήσει στην Τουρκική θέση, όταν μάλιστα δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι η Άγκυρα είναι έτοιμη να υποχωρήσει στο παραμικρό από τις αδιάλλακτες θέσεις της; Δεν είναι λογικό, στην περίπτωση αυτή, η άλλη πλευρά να σχηματίζει την εντύπωση ότι οι Ελληνικές θέσεις είναι υπό κατάρρευση και να αναμένει και άλλες υποχωρήσεις;