Του Περικλη Νεαρχου Πρέσβυς ε.τ.
Η Πλήρες Χρεωκοπία της Πολίτικης ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ στο Κυπριακό
Είναι επίσημο και κατηγορηματικό. Η Άγκυρα ζητά ως αντάλλαγμα για να δεχθεί να συζητήσει τα θέματα εγγυήσεων και παραμονής Τουρκικών στρατευμάτων και μετά τη «λύση», με κάποια ενδεχόμενη «ευελιξία», την αποδοχή εκ των προτέρων από την Ελληνική πλευρά και την Ευρωπαϊκή Ένωση των λεγομένων τεσσάρων Ευρωπαϊκών ελευθεριών. |
|||
Της ελεύθερης δηλαδή διακινήσεως προϊόντων, κεφαλαίων, υπηρεσιών και προσώπων. Οι τέσσερις αυτές ελευθερίες συνιστούν τον πυρήνα της κοινής Ευρωπαϊκής αγοράς και χαρακτηρίζουν το καθεστώς μιας χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Η Άγκυρα ζητά, ούτε λίγο ούτε πολύ, όχι μόνο να ελέγξει πλήρως, με τον τρόπο αυτό, στρατηγικά, οικονομικά και δημογραφικά το νησί και να το Τουρκοποιήσει, αλλά, επιπλέον, να χρησιμοποιήσει τη δήθεν «λύση» για να ανοίξει για την ίδια την πίσω πόρτα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και να έχει δικαιώματα χώρας-μέλους, χωρίς να είναι μέλος. Κάτι ανάλογο, σε πολύ μικρότερη κλίμακα, είναι και η άρση της βίζας που ζητά για τους Τούρκους υπηκόους, ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία της στον έλεγχο της λαθρομεταναστεύσεως προς την Ευρώπη. Το παράδοξο δεν είναι ότι ζητά ακόμη και αυτό η Άγκυρα, το οποίο δεν μπορεί από μόνη της η Ελληνική πλευρά να το δώσει γιατί είναι σαφώς θέμα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Είναι ο παραλογισμός της ηγεσίας της Ελληνικής πλευράς, η οποία, ενώ είναι καταφανές ότι δεν υπάρχουν στοιχειώδεις προϋποθέσεις για μια αποδεκτή λύση του Κυπριακού, λόγω της Τουρκικής αδιαλλαξίας, επιμένει στην ίδια πολιτική, προκαλώντας εκ των πραγμάτων τεράστια ζημία στο εθνικό θέμα. Ήδη, η στροφή 180 μοιρών που έκανε ο Κύπριος Πρόεδρος στο δείπνο της 1ης Δεκεμβρίου με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί και η αποδοχή απ’ αυτόν της Πενταμερούς Διασκέψεως, που ήταν ανάθεμα, μέχρι τότε, για την Ελληνική πλευρά, εγκλώβισε το Κυπριακό σ’ ένα απαράδεκτο πλαίσιο, που υποβιβάζει την Κυπριακή Δημοκρατία σε κοινότητα, την εξισώνει με την Τουρκοκυπριακή μειοψηφία και νεκρανασταίνει τις εγγυήτριες δυνάμεις. Το Κυπριακό παρουσιάζεται έτσι επισήμως ως δήθεν διακοινοτικό θέμα και απενοχοποιείται ουσιαστικά η Άγκυρα για την εισβολή του 1974 και τη συνεχιζόμενη κατοχή. Η Διεθνής Διάσκεψη, που ήταν η σταθερή θέση της Ελληνικής πλευράς, με τη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας και των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, εγκατελείφθη, γεγονός που απομονώνει την Κύπρο από τα φιλικά προσκείμενα προς αυτήν μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (Ρωσία, Γαλλία, Κίνα) και την αφήνει έκθετη στις πιέσεις και στους εκβιασμούς της Άγκυρας και των άσπονδων φίλων της (Μ. Βρετανία, ΗΠΑ και Γερμανία, υπό τον μανδύα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως). Είχε προηγηθεί, της ανατροπής αυτής, η αλόγιστη καλλιέργεια αισιοδοξίας ότι επίκειται η λύση του Κυπριακού με αποφασιστική παρέμβαση του Αμερικανικού παράγοντα, με επικεφαλής τον «φιλέλληνα» Αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Με την τακτική αυτή εξεβλήθη από τη διπλωματική διαδικασία του Κυπριακού ο Ρωσικός παράγων, που διαχρονικά απεδείχθη πολύτιμος παράγων ισορροπίας και αποφασιστικής βοήθειας προς την Κύπρο. Ο Ρωσικός παράγων συνέβαλε, συγκεκριμένα, στη διάσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε τρεις κρίσιμες συγκυρίες του Κυπριακού. Το 1964, όταν οι Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν σκοπίμως το κράτος και η Άγκυρα ισχυρίσθηκε ότι, μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων, δεν υπάρχει πλέον Κυπριακή Δημοκρατία. Με την υποστήριξη της τότε Σοβιετικής Ενώσεως το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε την απόφαση 186 της 3ης Μαρτίου του 1964, με βάση την οποία αναγνωρίσθηκε η συνέχεια του κράτους και προσκλήθηκε η Κυπριακή Κυβέρνηση να αποκαταστήσει την τάξη και ασφάλεια. Προς τον σκοπό αυτό απερρίφθη επίσης η πρόταση για αποστολή στην Κύπρο ειρηνευτικής δυνάμεως του ΝΑΤΟ και ενεκρίθη η αποστολή ειρηνευτικής δυνάμεως του ΟΗΕ. Το 1974, όταν η Άγκυρα, βασιζόμενη στον Αττίλα της εισβολής, διεκήρυξε ότι υπήρχε τότε στην Κύπρο μια νέα τάξη πραγμάτων. Η Σοβιετική Ένωση διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αναγνώριση της συνέχειας του κράτους, που επισφραγίσθηκε με την επιστροφή στην Κύπρο του Αρχιεπισκόπου και Προέδρου Μακαρίου. Το 2004, όταν οι πρωταγωνιστές του Σχεδίου Ανάν προσπάθησαν να εξασφαλίσουν την επικύρωσή του από το Συμβούλιο Ασφαλείας, ώστε να απομονώσουν διεθνώς την Κύπρο και να την εκβιάσουν να το αποδεχθεί. Η Ρωσία προέβαλε τότε τεχνικό βέτο και δεν επέτρεψε την επικύρωσή του από το Συμβούλιο Ασφαλείας. Με τα δεδομένα αυτά και με την πικρή εμπειρία μιας ετεροβαρούς Αμερικανικής πολιτικής στο Κυπριακό, για λόγους που έχουν σχέση με τα ευρύτερα Αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή και ειδικότερα με τον προσεταιρισμό του Τουρκικού παράγοντα, με την προσφορά ανταλλαγμάτων, η Ελληνική πλευρά στο Κυπριακό όφειλε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και ιδίως να μην επισπεύδει για δήθεν «λύση», προβαίνοντας σε απαράδεκτες υποχωρήσεις, εγκλωβιζόμενη σε αυτοκαταστροφικές διπλωματικές διαδικασίες και υπονομεύοντας τα διπλωματικά χαρτιά και τα πλεονεκτήματα της Ελληνικής πλευράς. Η πολιτική αυτή, που υποστηρίζεται από τις ηγεσίες του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ, έχει φέρει το Κυπριακό κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού. Είναι χαρακτηριστικός από την άποψη αυτή ο θόρυβος που έχει δημιουργηθεί προσφάτως μετά την έγκριση από την Κυπριακή Βουλή τροπολογίας για τον εορτασμό στα σχολεία του ιστορικού δημοψηφίσματος για την Ένωση του 1950. Η τροπολογία έγινε δεκτή ύστερα από πρόταση του ΕΛΑΜ. Το ΔΗΣΥ απείχε από την ψηφοφορία και το ΑΚΕΛ κατεψήφισε. Η Τουρκοκυπριακή πλευρά άρπαξε την ευκαιρία για να παρουσιάσει την Ελληνική πλευρά ότι δεν εγκατέλειψε δήθεν την Ένωση και ότι υπονομεύει με τη στάση της αυτή τις διακοινοτικές συνομιλίες. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης ματαίωσε τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και απείλησε ότι θα διακοπούν οι συνομιλίες εάν τα δύο κόμματα που τις στηρίζουν, το ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ, δεν αναλάβουν πρωτοβουλία στη Βουλή για την ανάκληση της τροπολογίας. Είναι το άκρον άωτον του Τουρκικού θράσους, που εξετράφη από την ακολουθούμενη ενδοτική πολιτική των δύο αυτών κομμάτων. Η Τουρκική πλευρά εορτάζει με παρελάσεις την Τουρκική εισβολή, οργανώνει τη στρατηγική εξάρτηση της Κύπρου από την Τουρκία με αγωγό νερού, διασύνδεση του ηλεκτρικού και του τηλεπικοινωνιακού δικτύου των κατεχομένων με εκείνο της Άγκυρας, διεκδικεί τις τέσσερις Ευρωπαϊκές ελευθερίες για όλους τους Τούρκους υπηκόους και την εξίσωση της μειοψηφίας του 18% με την πλειοψηφία του 80%. Η Ελληνική όμως πλευρά πρέπει, κατ’ αυτούς, να εισαγάγει στα Ελληνικά σχολεία «την κουλτούρα της ειρήνης» και να μη διδάσκεται σ’ αυτά τίποτε που θυμίζει την Ελληνική ιστορία και ταυτότητά της. Προς την κατεύθυνση αυτή ανέλαβε ήδη και έκανε πολλά στο παρελθόν η Προεδρία Χριστόφια και πολλά από τα έργα της συνεχίζονται, δυστυχώς, και σήμερα από την Προεδρία Αναστασιάδη. Το μόνο καλό από την επονείδιστη αυτή πολιτική είναι η αποκάλυψή της στην κοινή γνώμη. Ο Ελληνικός, Κυπριακός λαός μπορεί, επιτέλους, να αντιληφθεί και να συνειδητοποιήσει τι σημαίνει γι’ αυτόν η περιβόητη δήθεν «λύση» που απεργάζεται στο παρασκήνιο ο ξένος παράγων, με τη σύμπραξη, δυστυχώς, και τη συνεργασία των ενδοτικών ηγεσιών του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ. |