Του Μαρκουλή Νικόλαου, οικονομολόγος
Η ανυποταξία του Έλληνα στο Κράτος, είναι η λαμπρή εθνική μας παράδοση.
Πόσοι από εμάς δεν έχουμε δει τις διάφορες συγκρίσεις του Ελληνικού έθνους με αντίστοιχα δυτικά και δήθεν προηγμένα έθνη, ή συνονθυλεύματα εθνών, όπως οι ΗΠΑ; Αυτό που δεν έχουμε ωστόσο προσέξει είναι πως οι πηγές αυτής της κριτικής είναι είτε ψευτο-διανοούμενοι, είτε τηλεπερσόνες με πιθανή εργασιακή εξάρτηση, είτε ομάδες και ινστιτούτα με ξένη χρηματοδότηση(κυρίως δυτική), είτε απλά ένα αδαές άτομο. Και λέμε αδαές άτομο, διότι δυστυχώς δεν έχει καταλάβει την βαθιά ρίζα της ανυπακοής του Έλληνα, και για αυτό καταλήγει να κάνει μια ανυπόστατη κριτική υπέρ της υπακοής στους νόμους του κράτους, του κλήρου, του φεουδάρχη, στα πρότυπα των Προτεσταντικών Εθνών.
Όταν η ΕΡΤ δεν έβαζε τούρκικα προπαγανδιστικά ντοκυμαντέρ όπου παρουσίαζαν το γλυκό κοπτόν(μπακλαβά) ως Τούρκικης προέλευσης, τύχαινε και έβαζε συνεντεύξεις ανθρώπων που διαφύλαξαν την Ελληνική παράδοση για να την μεταφέρουν στις παλαιότερες γενιές. Ένας από αυτούς τους ανθρώπους, κτηνοτρόφος Ίππων στο επάγγελμα – ή το μεράκι, είπε πως ο Έλληνας από τα βάθη των αιώνων είναι πολεμιστής, είναι ιππότης, είναι Stradioti, και για αυτό ο Ίππος είναι μέρος της ζωής του. Αυτά τα λόγια χαράχτηκαν στην νεανική μου καρδιά βαθιά – προς απογοήτευση της σύγχρονης κρατικής τηλεόρασης. Χαράχτηκαν βαθιά, και για αυτό τα μιάσματα που μας ποτίζουν στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν κατάφεραν στο τέλος να εξοντώσουν την Ελληνική μου νοοτροπία – όσο είμαι τυχερός να μετέχω αυτής.
Ο Έλληνας ήταν πάντα ανυπότακτος. Ήταν πάντα αναρχικός. Ουδέποτε υπάκουε τυφλά σε νόμους, μήτε θρησκείες. Που θα τον έβρισκες και που θα τον έχανες, θα ήταν στην αγορά να συζητάει για τον νόμο, να αγορεύει στην Εκκλησία του δήμου ή στην Απέλλα, να ρίχνει τύραννους και να κατακρεμνίζει εξουσιαστές, να γράφει ποιήματα για το ανθρώπινο πάθος, τραγωδίες υπέρ της προσωπικής ελευθεροπρέπειας και της αρετής, και όταν το καλεί η ειμαρμένη, να βγαίνει στο κλαρί και να μακελλεύει Φράγκους, Ενετούς, Τούρκους και Τουρκαλβανούς Bashi-Bozouk(Άτακτους κρατικούς εγκληματίες), ακόμη και σταυρωτίδες του Ελληνικού κατ’ επίφαση κράτους. Και με το τελευταίο ερχόμαστε στο θέμα μας.
Ο λαός γνωρίζει εξ’ ενστίκτου πως το Ελληνικό κράτος δεν είναι για αυτόν, από την αρχή της υπάρξεώς του. Τα όργανα της επιβολής της εξουσίας του ουδέποτε χάρηκαν αγάπης και αποδοχής από τον λαό. Στα φανερά μπορεί να υπήρχε σεβασμός, αλλά η αγάπη του λαού ήταν πάντα με τους Ληστές που δρούσαν στον Ελλαδικό και Οθωμανικό χώρο μέχρι και το 1930, όπου και ο Ελευθέριος Βενιζέλος τελείωσε αυτή την υπέρλαμπρη παράδοση. Ανυπότακτος ο Έλληνας στο κράτος. Αγάπαγε το έθνος του και μόνο, τους δικούς του ανθρώπους, και για αυτούς το ’40 και το 55 και το 74 θα έβγαινε με τόλμη και ορμή στις επάλξεις του μετώπου – μα και στην κλεφτουριά όπου οι έμποροι και ο σταυρωτής τον είχε μόνιμο μπελά. Μόνιμο μπελά όχι μόνο γιατί λεηλατούσε και διένειμε τα λάφυρα (του τοκογλύφου) από τον απλό τον κόσμο, αλλά γιατί «κανόνιζε» και τις αστές, που στα μάτια του μυστακοφόρου τσολιά Ληστή εύρισκαν τον Ερωτόκριτο, που δεν μπορούσε να προσεγγίσει ούτε στο ελάχιστο ο κάθε γραφιάς νεκρός δυτικο-προσκενημένος.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στους μεγάλους ληστές του 19ου και 20ου αιώνα, όπου δρούσαν κυρίως εις βάρος του Ελληνικού κατ’ επίφαση κράτους και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Λήσταρχος Νταβέλης, ήρωας και μεγάλη αγάπη του λαού του 19ου αιώνα, που εκτός από το ειδύλλιο με την κόμισσα Λουίζα Μπανκόλι κατάφερε να έχει και δικό του Δημοτικό τραγούδι, το οποίο τυχαίνει να είναι και από τα ξακουστά(Κατακαημένη Αράχωβα). Αξίζει να αναφερθεί πως το Ελληνικό κράτος έστησε το κεφάλι του Νταβέλη στην πλατεία συντάγματος για παραδειγματισμό του λαού και συμμόρφωση του στην βαριά εξουσία του κράτους. Η αγάπη του Νταβέλη όμως από τον λαό μένει μέχρι και σήμερα ζωντανή.
Μορφή μεγάλη είναι και ο Λήσταρχος Φώτιος Γιαγκούλας, επίσης γνωστός μεγάλος εραστής της αστικής τάξης, και αγαπημένο παιδί του λαουτζίκου. Ο Γιαγκούλας όταν κατέβηκε στην Αθήνα για πρώτη φορά συνάντησε ένα ζευγάρι όπου ο άνδρας ήταν ελαφροχέρης πορτοφολάς. Ο πορτοφολάς έδιωχνε από κοντά του την κοπέλα, ενώ αυτή τον ζητούσε και τον κατηγορούσε πως την έπαιξε και τώρα την πέταγε στους πέντε δρόμους ατιμασμένη. Ο Φώτης, ληστής και παράνομος ως ήταν, δεν το άντεξε αυτό και επέβαλε το εθιμικό δίκαιο για χάριν της τιμής της νεαρής, που είχε και αυτή κατέβει στην Αθήνα ως υπηρέτρια. Τον πορτοφολά, το ρεμάλι τον αλήτη τον έκανε νομοταγή άνθρωπο, του αγόρασε καφενείο στα πλαίσια της διανομής των λαφύρων, για να βγάζει έννομα τα προς το ζήν και τους πάντρεψε.
Όταν ο Γιαγκούλας βγήκε στο κλαρί εξαιτίας της τιμής της ξαδέλφης του, μπήκε στην συμμορία του Καντάρα. Σε μια συνομιλία των δυο, ο Γιαγκούλας κατηγόρησε την άτιμη την κοινωνία για τα δεινά του – ο Καντάρας όμως είπε πως δεν φταίει η κοινωνία αλλά αυτοί που είναι πάνω και τυραννούν τον λαό και τον ξεστρατίζουν. Και εδώ φαίνεται το ήθος και η νοοτροπία των ληστών. Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα γιατί ο λαός αγάπησε την κλεφτουριά και τους ληστές του Ελληνικού έθνους κράτους.
Οι κλέφτες είναι η ψυχή και η σάρκα αυτού που έλεγε ο Ίωνας Δραγούμης, πως όταν το κράτος στρέφεται ενάντια στο έθνος(όμοιο αίμα, όμοια γλώσσα, όμοια θρησκεία, όμοια παράδοση) τότε το κράτος θα πρέπει να καταστρέφεται. Αυτό είναι το μεγαλείο της Ελληνικής Παράδοσης(με Π κεφαλαίο), αυτό είναι που μισούν τα δυτικόφρονα ινστιτούτα, καθηγητές της πλάκας και εκδιδόμενες τηλεπερσόνες.
Αυτό είναι και εν τέλει που μας κάνει να μην βάζουμε το POS το οποίο ζητά η κεφαλή της κυβερνήσεως, μήτε δεχόμαστε να καταναλώσουμε πνευματικά την προπαγάνδα των μνημονίων και του Διεθνισμού που βγαίνει από τα ΜΜΕ – ιδιωτικά και κρατικά. Η πολιτική ανυπακοή είναι το λαμπρό μας άθλημα, και είναι αυτό που μας έκανε να μεγαλουργήσουμε και να διδάξουμε τον κόσμο. Αντί να κατηγορούμε τους εαυτούς μας πως δεν είμαστε αρνιά του κράτους, θα έπρεπε να χαιρόμαστε, γιατί με εμάς ουδείς εξουσιομανής θα περάσει καλά.
Και εν τέλει, αυτό είναι πιο πολύτιμο και από την ίδια μας την ζωή. Όπως είπε άλλωστε και ο μέγας Γιαγκούλας:
«Για μια τιμή και για ένα φιλότιμο ζούμε! Δεν το σεβάστηκε αυτός ο μασκαράς; Τόσο το χειρότερο για αυτόν και για όποιον άλλο βρεθεί στον δρόμο μου!»